- απλαισίωτος
- η , ο [ος , ον ]1) не вставленный в рамку, в оправу; неоправленный; необрамлённый; неокаймлённый; 2) не укомплектованный (кадрами)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απλαισίωτος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει πλαίσιο, χωρίς κορνίζα 2. αυτός που δεν περιτριγυρίζεται από φίλους ή οπαδούς … Dictionary of Greek